- ἀδιάληπτος
- ἀδιάληπτοςindistinctmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιάληπτος — ἀδιάληπτος, ον (Α) 1. (για λόγους) δυσδιάκριτος, συγκεχυμένος, ασαφής 2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε ταραχή, σε σύγχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλαμβάνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιαληπτεύω, ἀδιαληψία] … Dictionary of Greek
ἀδιαλήπτως — ἀδιάληπτος indistinct adverbial ἀδιάληπτος indistinct masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάληπτον — ἀδιάληπτος indistinct masc/fem acc sg ἀδιάληπτος indistinct neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλήπτων — ἀδιάληπτος indistinct masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαληπτεύω — ἀδιαληπτεύω (Α) [ἀδιάληπτος] υστερώ σε αντίληψη, έχω μυαλό μπερδεμένο, συγκεχυμένο … Dictionary of Greek
αδιαληψία — ἀδιαληψία, η (Α) [ἀδιάληπτος] 1. (για λόγους) σύγχυση, ασάφεια 2. (για πρόσωπα) ανικανότητα να ξεχωρίσει κανείς κάτι από κάτι άλλο … Dictionary of Greek